βραχυγνώμων

From LSJ
Revision as of 10:40, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠγνώμων Medium diacritics: βραχυγνώμων Low diacritics: βραχυγνώμων Capitals: ΒΡΑΧΥΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: brachygnṓmōn Transliteration B: brachygnōmōn Transliteration C: vrachygnomon Beta Code: braxugnw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, of small understanding, X. Eq.Mag.4.18 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον
de corta inteligencia τὰ βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία X.Eq.Mag.4.18.

German (Pape)

[Seite 462] ον, von kurzem, beschränktem Verstande, compar. Xen. Hipp. 4, 18.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
d'intelligence courte.
Étymologie: βραχύς, γνώμη.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυγνώμων: 2, gen. ονος обладающий небольшим разумом (βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχυγνώμων: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον νοῦν, ὀλιγόνους, βλάξ, Ξεν. Ἱππαρχικ. 4, 18.

Greek Monolingual

βραχυγνώμων, ο (Α)
ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο λιγόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + γνώμη].

Greek Monotonic

βρᾰχυγνώμων: -ον, αυτός που έχει λίγο μυαλό, βραχύ νου, σε Ξεν.

Middle Liddell

of small understanding, Xen.