εὐφαντασίωτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, gifted with a vivid imagination, Vett.Val.47.1, Quint.6.2.30; πρᾶξις Cat.Cod.Astr.8(4).209; also in bad sense, fantastic, fanciful, Vett.Val.150.12.
Russian (Dvoretsky)
εὐφαντᾰσίωτος: обладающий живым воображением Quint.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφαντᾰσίωτος: -ον, ὁ διὰ τῆς ἑαυτοῦ φαντασίας δυνάμενος νὰ μεγαλοποιῇ καὶ παριστᾷ ζωηρῶς ὡς πραγματικὰς ἐννοίας αφῃρημένας δίδων εἰς αὐτὰς σχῆμα καὶ μορφήν, Λατ. qui sibi res, voces, actus secundum veruin optime fingit, Κυντιλιανὸς 6. 2, 30.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐφαντασίωτος, -ον)
1. προικισμένος με ζωηρή φαντασία
2. (με κακή σημ.) φαντασιόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιώ «φαντάζομαι»].
German (Pape)
der sich mit seiner Einbildungskraft Alles leicht vorstellen kann, Quint. 6.2.30 qui sibi res, voces, actus secundum verum optime fingit.