θεατροειδής

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεᾱτροειδής Medium diacritics: θεατροειδής Low diacritics: θεατροειδής Capitals: ΘΕΑΤΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: theatroeidḗs Transliteration B: theatroeidēs Transliteration C: theatroeidis Beta Code: qeatroeidh/s

English (LSJ)

θεατροειδές, like a theatre, πέτρα Str.4.1.4, cf. D.S.19.45. Adv. θεατροειδῶς Str.16.2.41; like the spectators in a theatre, Crito ap.Gal. 12.458.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, theaterförmig, D. Sic. 19, 45; Strab. IV, 179; auch adv., XVI, 763.

Russian (Dvoretsky)

θεᾱτροειδής: имеющий вид (амфи)театра (ἡ Ῥόδος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτροειδής: -ές, ὅμοιος θεάτρῳ, πέτρα Στράβ. 179· θεατροειδοῦς οὔσης τῆς Ρόδου Διόδ. 19. 45. Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 763.

Greek Monolingual

-ές (Α θεατροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με θέατρο, που έχει σχήμα θεάτρου.
επίρρ...
θεατροειδῶς (Α)
1. θεατρικά, σαν θέατρο
2. ως θεατής στο θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -ειδής < είδος (πρβλ. ατρακτοειδής, ευειδής)].