θυμηδία

From LSJ
Revision as of 16:38, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυμηδία Medium diacritics: θυμηδία Low diacritics: θυμηδία Capitals: ΘΥΜΗΔΙΑ
Transliteration A: thymēdía Transliteration B: thymēdia Transliteration C: thymidia Beta Code: qumhdi/a

English (LSJ)

Ionic θυμηδίη, ἡ, gladness of heart, rejoicing, Eup. 161, Call. Fr. 2 P., Plu. 2.713d, Aret. SD 1.5, Chor. in Rev.Phil. 1.225; pl., Ph. 2.548, Luc. Abd. 5, DC. 47.1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
joie, satisfaction.
Étymologie: θυμηδής.

Russian (Dvoretsky)

θῡμηδία:удовольствие, радость (εὐφροσύνη καὶ θ. Plut.; θυμηδίαι καὶ εὐφροσύναι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμηδία: ἡ, χαρὰ τῆς καρδίας, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 5, Πλούτ. 2. 713D, κτλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ θυμηδία και Α ιων. τ. θυμηδίη) θυμηδής
νεοελλ.
διάθεση για ειρωνικό γέλιο, φαιδρότητα που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη θυμηδία τών ακροατών»)
αρχ.
1. ψυχική ηδονή, χαρά, ευχαρίστηση της ψυχής
2. στον πληθ. αἱ θυμηδίαι
ευχάριστες συναναστροφές.

German (Pape)

ἡ, Herzerfreuung, Eupol. bei Ath. VII.286b und Sp., wie Plut.; καὶ εὐφροσύναι Luc. Abdic. 5.