καταστείχω

From LSJ
Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστείχω Medium diacritics: καταστείχω Low diacritics: καταστείχω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: katasteíchō Transliteration B: katasteichō Transliteration C: katasteicho Beta Code: katastei/xw

English (LSJ)

aor. 2 -έστῐχον, = κατέρχομαι, AP9.298 (Antiphil.); return from exile, IG22.1113.12.

Russian (Dvoretsky)

καταστείχω: (aor. 2 κατέστῐχον) возвращаться (εἰς ἄστυ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστείχω: μέλλ. -ξω, = κατέρχομαι, εἰς ἄστυ κατέστιχον Ἀνθ. Π. 9. 298· τινός, καταστείχοντι κελεύθου, ἐξ ὁδοῦ, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 230, καὶ ἐν Ἐπιγρ. CIA. III, 44. 12.

Greek Monolingual

καταστείχω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. επιστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].

Greek Monotonic

καταστείχω: μέλ. -ξω = κατέρχομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ξω = κατέρχομαι, Anth.]

German (Pape)

zurückkehren; εἰς ἄστυ κατέστιχον Antiphil. 33 (IX.298); τινός, Nonn. Par. 4.230.