κυματοφθόρος

From LSJ
Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτοφθόρος Medium diacritics: κυματοφθόρος Low diacritics: κυματοφθόρος Capitals: ΚΥΜΑΤΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: kymatophthóros Transliteration B: kymatophthoros Transliteration C: kymatofthoros Beta Code: kumatofqo/ros

English (LSJ)

κυματοφθόρον, plundering by sea, ἁλιαίετος E.Fr.636 (κυματότροφος fed from the sea, Ruhnk.).

German (Pape)

[Seite 1530] auf den Wellen, dem Meere vernichtend, Eur. frg. Polyid. 1, l. d., s. Valck. diatr. p. 202.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτοφθόρος: опустошающий море, т. е. охотящийся на море (ἁλιαίετος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοφθόρος: -ον, ἐν τῇ θαλάσσῃ φέρων καταστροφήν, φθοράν, ἁλιαίετος Εὐρ. Ἀποσπ. 637· ἔνθα ὁ Ruhnk, εἰκάζει κυματότροφος, τρεφόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης.

Greek Monolingual

κυματοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που αφανίζει κάποιον ή κάτι στη θάλασσα, που φέρνει καταστροφή, φθορά στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -φθόρος (< φθορά), πρβλ. σωματοφθόρος, ψυχοφθόρος.