μύχατος

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύχᾰτος Medium diacritics: μύχατος Low diacritics: μύχατος Capitals: ΜΥΧΑΤΟΣ
Transliteration A: mýchatos Transliteration B: mychatos Transliteration C: mychatos Beta Code: mu/xatos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, irreg. Sup. of μύχιος, A.R.1.170, Call.Dian.68, Ps.-Phoc.164, AP9.632; ἔντοσθεν μυχάτοιο δόμου Klio15.48 (Delph., iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 223] unregelmäßiger superl. zu μύχιος, von μυχός, wie μέσατος von μέσος gebildet; Ap. Rh. 1, 170; Callim. Dian. 68; Opp. Cyn. 3, 350; Ep. ad. 472 (IX, 632).

Russian (Dvoretsky)

μύχᾰτος: (ῠ) Anth. superl. к μύχιος.

Greek (Liddell-Scott)

μύχᾰτος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μύχιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 170, Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 68, Ψευδο-Φωκυλ. 152, κτλ.· πρβλ. μέσατος.

Greek Monolingual

μύχατος, -άτη, -ον (Α)
(μτγν. ανώμ. υπερθ. του μύχιος) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά («ἔντοσθεν μυχάτοιο δόμου», Επιγρ. Δελφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός, κατά το ἔσχατος.