νεῦμαι
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
v. νέομαι.
French (Bailly abrégé)
prés. Moy. ion. de νέω¹.
Russian (Dvoretsky)
νεῦμαι: стяж. = νέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
νεῦμαι: ἴδε ἐν λέξ. νέομαι.
English (Autenrieth)
see νέομαι.
νεῖαι, νεῖται, subj. 2 sing. νέηαι, inf. νεῖσθαι, ipf. νεόμην, νέοντο<<>*<>> pres., usually w. fut. signif., go or come somewhere (as specified), esp. return, abs., Od. 2.238, Od. 11.114, Od. 12.188.
Greek Monolingual
νεῡμαι (Α)
(επικ. και ιων. συνηρ. τ.) βλ. νέομαι.
Greek Monotonic
νεῦμαι: Επικ. συνηρ. αντί νέομαι.
German (Pape)
ion. und ep. = νέομαι, Il. 18.136.