παρέκχυσις

From LSJ
Revision as of 10:22, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέκχῠσις Medium diacritics: παρέκχυσις Low diacritics: παρέκχυσις Capitals: ΠΑΡΕΚΧΥΣΙΣ
Transliteration A: parékchysis Transliteration B: parekchysis Transliteration C: parekchysis Beta Code: pare/kxusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A overflowing, of rivers, Plb.34.10.4, Str.3.5.7, etc. 2 effusion, αἵματος Gal.19.124; of humours, Cass.Fel.76; = ὕδερος, Cael.Aur.TP3.8.

German (Pape)

[Seite 514] ἡ, das Ausgießen, bes. Austreten eines Flusses; Pol. bei Ath. VIII, 332 a; Strab. 3, 5, 7 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 débordement d'un fleuve;
2 épanchement d'humeurs.
Étymologie: παρεκχέω.

Russian (Dvoretsky)

παρέκχῠσις: εως ἡ разлив, наводнение Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

παρέκχῠσις: ἡ, ἐκχείλισις, ἐπὶ ποταμῶν, Πολύβ. 34. 10, 4, Στράβ. 173, κτλ.· ἔκχυσιςἐξόρμησις ὑγρῶν, αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος, ἃς δὴ καὶ ἐκχυμώσεις ὀνομάζει Γαλην. τ. 19. σ. 124, 6.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ παρεκχέω
1. (για ποτάμια) εκχείλιση, πλημμύρα
2. (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος», Γαλ.)
αρχ.
(για χυμούς) έκχυση.

Greek Monotonic

παρέκχῠσις: ἡ, εκχείλιση, λέγεται για ποτάμια, σε Στράβ.

Middle Liddell

παρέκχῠσις, εως, [from παρεκχέω
an overflowing, of rivers, Strab.