ταινιόπωλις
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ιδος, ἡ, dealer in ταινίαι, Eup.243, D.57.34.
German (Pape)
[Seite 1063] ιδος, ἡ, Bandhändlerinn; Eupolis bei Ath. VII, 326 a; Dem. 57, 34.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
marchande de rubans.
Étymologie: ταινία, πωλέω.
Russian (Dvoretsky)
ταινιόπωλις: ιδος ἡ продавщица лент Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ταινιόπωλις: ἡ, ἡ πωλοῦσα ταινίας, ζώνας καὶ τὰ ὅμοια, Εὔπολις ἐν «Προσπαλτίοις» 1, Δημ. 1309. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.
Greek Monolingual
-ώλιδος, ἡ, Α
αυτή που πουλά ταινίες, δηλαδή ζώνες, επιδέσμους κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -πωλις, θηλ. του -πώλης].
Greek Monotonic
ταινιόπωλις: ἡ, πωλητής, έμπορος ταινιῶν, σε Δημ.
Middle Liddell
ταινιό-πωλις, ιος, ἡ,
a dealer in ταινίαι, Dem.