συναρμοττόντως
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
Adv. pres. part. of συναρμόττω, fittingly, Pl. Lg. 967e.
German (Pape)
[Seite 1004] adv. part. von συναρμόττω, passend, Plat. Legg. XII, 967 e.
Russian (Dvoretsky)
συναρμοττόντως: надлежащим образом Plat.
Greek (Liddell-Scott)
συναρμοττόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ., ἁρμοδίως, πρεπόντως, Πλάτ. Νόμ. 967Ε.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. όπως πρέπει, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συναρμόττων, -οντος του συναρμόττω, αττ. τ. του συναρμόζω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναρμοττόντως [συναρμόζω] adv. op een (erbij)passende, harmonische wijze.