τιτθίον
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
τό, Dim. of
A τιτθός 1, Crates Com.40, Ar.Ach.1199, Ra.415 (lyr.), Men. Sam.51, Antiph.106.4.
German (Pape)
[Seite 1121] τό, dim. von τίτθη, Brüstchen, Ar. Ach. 1199 Plut. 1067 u. A.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de τιτθός.
Russian (Dvoretsky)
τιτθίον: τό сосочек Arph.
Greek (Liddell-Scott)
τιτθίον: τό, ὑποκορ. τοῦ τιτθός, τῶν τιτθίων, ὡς σκληρὰ καὶ κυδώνια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1199· χιτωνίου παραρραγέντος τιτθίον προκῦψαν Βάτρ. 412, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
τὸ, Α τιτθός
(υποκορ. του τιτθός) μικρός μαστός, βυζάκι.
Greek Monotonic
τιτθίον: τό, υποκορ. του τιτθός, σε Αριστοφ.