φαυλουργός

From LSJ
Revision as of 12:01, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαυλουργός Medium diacritics: φαυλουργός Low diacritics: φαυλουργός Capitals: ΦΑΥΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phaulourgós Transliteration B: phaulourgos Transliteration C: favlourgos Beta Code: faulourgo/s

English (LSJ)

όν, working ill, Ar.Fr.882: cf. φλαυρουργός.

German (Pape)

[Seite 1259] όν, schlechte, geringe Arbeit machend, schlechter Arbeiter, Schol. Soph. Phil. 31.

Russian (Dvoretsky)

φαυλουργός:бракодел Arph.

Greek (Liddell-Scott)

φαυλουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ τὰ φαῦλα ἐργαζόμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 698· πρβλ. φλαυρουργός.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
μσν.
αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις
αρχ.
κακός τεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἱερουργός].