ψωρικός

From LSJ
Revision as of 11:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωρικός Medium diacritics: ψωρικός Low diacritics: ψωρικός Capitals: ΨΩΡΙΚΟΣ
Transliteration A: psōrikós Transliteration B: psōrikos Transliteration C: psorikos Beta Code: ywriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or belonging to the itch, scab, or mange, ἐξανθήματα Plu.2.671a. II ψωρικόν, τό (sc. φάρμακον, σμῆγμα), itch-salve, Dsc.5.99, Orib.14.24.5. 2 ψωρικά, τά (sc. νοσήματα), cutaneous complaints, Plu.2.732a.

German (Pape)

[Seite 1406] von der Krätze, Räude, zu derselben gehörig, Plut.; φάρμακον, Mittel gegen die Krätze, auch τὸ ψωρικόν allein, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la gale ou les éruptions galeuses ; τὰ ψωρικά PLUT les affections cutanées.
Étymologie: ψώρα.

Russian (Dvoretsky)

ψωρικός: мед. накожный (ἐξανθήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ψωρικός: -ή, -όν, (ψώρα) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψώραν, ψ. ἐξάνθημα Πλούτ. 2. 671Α. ΙΙ. τὰ ψωρικά· 1) ψωρικὸν (ἐξυπακουομ. τοῦ φάρμακονσμῆγμα) φάρμακον διὰ τὴν ψώραν, ὅπερ συσκευάζεται ἐκ χαλκίτιδος καὶ καδμείας μετὰ ὄξους, Διοσκ. 5. 116, Ὀρειβάσ. 2. σ. 520 Darenb. 2) (ἐξυπακουομέν. τοῦ νοσήματα) δηλ. νοσήματα τοῦ δέρματος Πλούτ. 2. 732Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψωρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψώρα
αρχ.
1. (το ουδ.ως ουσ.) τὸ ψωρικόν
αντιψωρικό φάρμακο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά ψωρικά
δερματικές ασθένειες.