ἀκταία

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκταία Medium diacritics: ἀκταία Low diacritics: ακταία Capitals: ΑΚΤΑΙΑ
Transliteration A: aktaía Transliteration B: aktaia Transliteration C: aktaia Beta Code: a)ktai/a

English (LSJ)

ας, ἡ,
A a Persian state robe, Democr.Ephes.1.
II marble mortar, Clearch.65; cf. ἀκτίτης.
III baneberry, Actaea spicata, Plin.HN27.43.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ traje de ceremonias persa, Democr.Eph.1, Eust.1390.42.
-ας, ἡ
1 mortero Clearch.87, cf. ἀκτίτης.
2 bot. hierba de San Cristóbal, Actaea spicata L., Plin.HN 27.43, cf. ἀκταῖος.

German (Pape)

[Seite 86] ἡ, 1) ein persisches Festkleid, bei Ath. XII, 525 d beschrieben. – 2), = ἀκτέα, Hollunderbaum, VLL. – 3) eine Marmorkugel, Clearch. Ath. XIV, 648 f.

Russian (Dvoretsky)

ἀκταία:актея (парадная одежда у персов) Democr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκταία: -ας, ἡ, πολυτελέστατον Περσικὸν περίβλημα, ἐπίσημος στολή, Δημόκρ. παρ’ Ἀθην. 5251). ΙΙ. σφαῖρα ἐκ μαρμάρου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 648F. πρβλ. ἀκτίτης. ΙΙΙ. = ἀκτέα.

Greek Monolingual

ἀκταία, η (Α)
1. πολυτελές, επίσημο ένδυμα τών Περσών
2. μαρμάρινη σφαίρα
3. η ακτέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι σημ. (2) και (3) προέρχονται από ουσιαστικοποιημένη χρήση του θηλ. του επιθ. ἀκταῖος.