ἀνθρώπιον
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
German (Pape)
[Seite 234] τό, dim. von ἄνθρωπος, Menschlein, meist im verächtlichen Sinne, Eur. Cycl. 184; Xen. τὰ πονηρὰ ἀνθρ. Mem. 2, 3, 16; Dam. lg, 242; Luc. Nigr. 13; μικρόν Anaxandr. Ath. VI, 242 d (v. 3).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit homme.
Étymologie: dim. de ἄνθρωπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρώπιον: τό человечек, человечишко Eur., Arph., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρώπιον: τὸ = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Κύκλ. 185, Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 15· ἀνθρωπάριον, πρόστυχος, ὁ αὐτ. Κύρ. 5.1, 14, πρβλ. Ἀπομ. 2.3, 16, Δημ. 307. 23· ἐλεεινὸς ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 263.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 dim. hombrecillo E.Cyc.185, Anaxandr.34
•c. sent. despect. ὦ πόνηρ' ἀνθρώπια Ar.Pax 263, cf. X.Mem.2.3.16, Cyr.5.1.14, D.18.242, Luc.Icar.29, M.Ant.9.29, Philostr.VS 587.
2 esclavo, PLond.406.6 (IV d.C.).
Greek Monolingual
ἀνθρώπιον, το (Α)
ανθρωπάκι, τιποτένιος άνθρωπος, αχρείος.
Greek Monotonic
ἀνθρώπιον: τό, υποκορ. του ἄνθρωπος, ανθρωπάριο, Λατ. homuncio, σε Ευρ., Ξεν.· ελεεινός άνθρωπος, σε Ξεν.
Middle Liddell
Dim. of ἄνθρωπος, a manikin, Lat. homuncio, Eur., Xen.: a paltry fellow, Xen.