ἀπειρόδακρυς

From LSJ
Revision as of 11:15, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρόδακρυς Medium diacritics: ἀπειρόδακρυς Low diacritics: απειρόδακρυς Capitals: ΑΠΕΙΡΟΔΑΚΡΥΣ
Transliteration A: apeiródakrys Transliteration B: apeirodakrys Transliteration C: apeirodakrys Beta Code: a)peiro/dakrus

English (LSJ)

υ, ignorant of tears, A.Supp.71.

Spanish (DGE)

que no conoce el llanto καρδία A.Supp.71.

German (Pape)

[Seite 285] καρδία, unermeßlich weinend, Aesch. Suppl. 68.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
aux larmes sans fin.
Étymologie: ἄπειρος², δάκρυ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρόδακρυς: υ, gen. υος ἄπειρος II] беспрерывно льющий слезы, по друг. ἄπειρος I] не знающий слез (καρδία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρόδακρυς: υ, ὁ ἄπειρος δακρύων, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν δακρύων· ἄλλοι ὅμως ἑρμηνεύουσιν: ὁ ἀπείρως δακρύων, ἀπειρόδακρύν τε καρδίαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 71.

Greek Monolingual

ἀπειρόδακρυς, -υ (Α)
αυτός που δεν ξέρει από δάκρυα, που δεν έχει δακρύσει.