ἄλειαρ

From LSJ
Revision as of 15:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

German (Pape)

[Seite 91] ατος, τό ἀλέω), Mehl, bes. Weizenmehl, Hom. einmal, Od. 20, 108 ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα; – vgl. ἄλευρον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
farine de froment.
Étymologie: ἀλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἄλειαρ: ατος (ᾰλ) τό мука, преимущ. пшеничная (ἄλφιτα καὶ ἀλείατα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄλειαρ: -ατος, τό, ποιητ. (ἀλέω), ἄλευρον κυρίως ἐκ σίτου ἀπαντᾷ μόνον κατὰ πληθ. ἀλείατα, τά: ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, Ὀδ. Υ.108, πρβλ. ἄλευρον.

Greek Monolingual

ἄλειαρ (-ατος), το (Α)
συνήθως στον πληθ. τά ἀλείατα
αλεύρι από σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος τ. ἄλεαρ (< ἄλε-Fαρ < ἀλῶ «αλέθω»), με μετρική έκταση
επίσης και ο τ. του πληθ. ἀλείατα < παράλληλος τ. ἀλέατα (< ἀλέ-Fατα), με μετρική έκταση].