ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
P. and V. δῆλος, ἔνδηλος, σαφής, ἐναργής, λαμπρός, φανερός, διαφανής, ἐκφανής, ἐμφανής, περιφανής, Ar. and P. εὔδηλος, κατάδηλος, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής; see clear.