ἄντανδρος
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
English (LSJ)
ἄντανδρον, instead of a man, as a substitute, ἀντί τινος Luc. DMort.16.2, etc.
Spanish (DGE)
-ον
que remplaza a un hombre, que lo sustituye de la sombra de Heracles que lo remplaza ante Plutón ἄντανδρόν σε τῷ Πλούτωνι παρέδωκεν ἀνθ' ἑαυτοῦ Luc.DMort.16.2, ἄντανδρον ὑμῖν ἀντ' ἐμαυτοῦ παραδώσω τὸν ἀγαπητόν Luc.Cat.10.
German (Pape)
[Seite 244] (ἀνήρ), an Mannes statt; der sich für Jemand stellt, Luc. Dial. Mort. 16, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
remplaçant, otage litt. homme pour homme.
Étymologie: ἀντί, ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄντανδρος: ὁ подставное лицо (ἄντανδρόν τινά τινι παραδοῦναι ἀντί τινος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄντανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἀντὶ ἀνδρός, ἀνὴρ ἀντικαθιστῶν ἄλλον ἄνδρα: εἰ δὲ βούλεσθε, καὶ ἄντανδρον ὑμῖν ἀντὶ ἐμαυτοῦ παραδώσω τὸν ἀγαπητόν Λουκ. Κατάπλ. 10, κτλ.
Greek Monolingual
ἄντανδρος, -ον (Α)
ο αντικαταστάτης.
Greek Monotonic
ἄντανδρος: -ον (ἀνήρ), αντί ανδρός, ως υποκατάστατο αυτού, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἀνήρ
instead of a man, as a substitute, Luc.