ἐλασείω
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
(ἐλαύνω) Desiderat., wish to march, Luc.Cont.9.
Spanish (DGE)
querer avanzar, querer marchar ἐπὶ Λυδίαν Luc.Cont.9.
German (Pape)
[Seite 789] desiderat. zu ἐλαύνω, ich möchte gern marschiren, Luc. Contempl. 9.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir envie de marcher contre.
Étymologie: ἐλάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰσείω: [desiderat. к ἐλαύνω замышлять поход (ἐπὶ Λυδίαν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰσείω: (ἐλαύνω) ἐφετικόν, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ νὰ ἐλάσω, καὶ νῦν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε, περὶ τοῦ Κύρου, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 9.
Greek Monolingual
ἐλασείω (Α)
(εφετ. του ελαύνω) επιθυμώ να βαδίσω, να προελάσω προς («καὶ νῦν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε [ο Κύρος]» Λουκ.).
Greek Monotonic
ἐλᾰσείω: (ἐλαύνω), εφετικό, θέλω να προελάσω, σε Λουκ.