δικόλουρος
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
Full diacritics: δῐκόλουρος | Medium diacritics: δικόλουρος | Low diacritics: δικόλουρος | Capitals: ΔΙΚΟΛΟΥΡΟΣ |
Transliteration A: dikólouros | Transliteration B: dikolouros | Transliteration C: dikolouros | Beta Code: diko/louros |
ον,
A doubly truncated, πυραμίδες Nicom.Ar.2.14.
δῐκόλουρος: -ον, δὶς κολοβός, πυραμὶς Νικόμ. Ἀριθμ. σ. 126 Ast.