ἐξαποφαίνω
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
strengthened for ἀποφαίνω, Luc.Hes.1.
Spanish (DGE)
manifestar, exponer τὴν ἀρχήν Luc.Hes.1.
German (Pape)
[Seite 871] verstärktes ἀποφαίνω, Luc. Hesiod. 1 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξαπέφηνα;
c. ἀποφαίνω.
Étymologie: ἐξ, ἀποφαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαποφαίνω: Luc. intens. к ἀποφαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποφαίνω: ἐπιτεταμένον* ἀντὶ τοῦ ἀποφαίνω, Λουκ. Ἡσίοδος 6.
Greek Monolingual
ἐξαποφαίνω (AM)
αποκαλύπτω, φανερώνω, παρουσιάζω.
Greek Monotonic
ἐξαποφαίνω: επιτετ. αντί ἀποφαίνω, σε Λουκ.
Middle Liddell
[strengthened for ἀποφαίνω, Luc.]