ἐξιλάσκομαι

Revision as of 09:45, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

fut. -άσομαι [ᾰ], A propitiate, Δία Orac. ap. Hdt.7.141; Ἀπόλλωνα X.Cyr.7.2.19; τὴν θεόν Men.544.6, cf. J.AJ12.2.14; τὴν ὀργήν τινος Plb.1.68.4; τὸ μήνιμα Plu.2.149d. 2 atone for, ἁμαρτίαν IG22.1365,1366:—Pass., τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν that which is atoned for by... Pl.Lg.862c. 3 abs., make atonement, περὶ τῶν ψυχῶν, περὶ τῆς ἁμαρτίας, LXXEx.30.15,32.30; ὑπὲρ τοῦ οἴκου Ἰσραήλ ib.Ez.45.17. [ῐ in Orac. ap. Hdt. l.c.]

German (Pape)

[Seite 882] (s. ἱλάσκω), mit sich aussöhnen, versöhnen, θεόν Orac. bei Her. 7, 141, wie Xen. Cyr. 7, 2, 19 u. Sp., Pol. 1, 68, 4. 3, 112, 9; τὸ μήνιμα τῆς θεοῦ Plut.; τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν Plat. Legg. IX, 862 c.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξιλάσομαι;
se rendre propice : τινα qqn ; apaiser par des sacrifices ou par une expiation, acc..
Étymologie: ἐξ, ἱλάσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξῑλάσκομαι: (fut. ἐξιλάσομαι)
1) умилостивлять (τὸν θεόν Her., Xen., Men., Polyb., Plut.);
2) успокаивать, унимать, смягчать (τὴν ὀργήν Polyb. и τὸ μήνιμά τινος Plut.);
3) искупать, заглаживать: τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν Plat. искупленное возмездием преступление.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑλάσκομαι: μέλλ. -άσομαι ᾰ, Ἐπικ. -άσσομαι, Ἀποθ., ἐξιλεῶ, οὐ δύναται Παλλὰς Δί’ Ὀλύμπιον ἐξιλάσασθαι Χρησμὸς παρ’ Ἡροδ. 7. 141· Ἀπόλλωνα Ξεν. Κύρ. 7. 2, 19· τὴν θεὸν ἐξιλάσαντο Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4· τὴν ὀργήν τινος Πολύβ. 1. 68. 4· τὸ μήνιμα Πλούτ. 2. 149D. - Παθ., τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν, τὸ ἐξιλεωθὲν δι’ ἀποίνων, Πλάτ. Νόμ. 862C. 2) ἀπολύτως, ποιῶ ἐξιλασμούς, περί τινος Ἑβδ. (Ἔξ. Λ΄, 15, κ. ἀλλ.). ἐν τῷ ἀνωτ. μνημονευθέντι χρησμῷ παρ’ Ἡροδ. τὸ ι βραχὺ.

Greek Monolingual

ἐξιλάσκομαι (AM) ιλάσκομαι
εξευμενίζω («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», Πολ.)
μσν.
παρεμβαίνω για να παρασχεθεί εξιλασμός
αρχ.
1. εξαγοράζω κάποιο σφάλμα («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας»)
2. κάνω εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν», ΠΔ).

Greek Monotonic

ἐξῑλάσκομαι: μέλ. -άσομαι [ᾰ], Επικ. -άσσομαι, αποθ., εξιλεώνω, εξευμενίζω, με Χρησμ. παρά Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

fut. άσομαι epic άσσομαι
Dep. to propitiate, Orac. ap. Hdt., Xen.