ἐπιληΐς
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, λείἀ obtained as booty or plunder, gained in war, πόλεις X.HG3.2.23.
German (Pape)
[Seite 958] ίδος, (als Beute) erobert, πόλις Xen. Hell. 3, 2, 23.
French (Bailly abrégé)
ΐδος
adj. f.
conquise comme butin, càd par le droit de la guerre.
Étymologie: ἐπί, λεία.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιληΐς: ΐδος adj. f добытый на войне, захваченный (πόλεις Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιληΐς: ΐδος, ἡ, (λεία) ἡ ληφθείσα ὡς λεία ἢ λάφυρον, κτηθεῖσα ἐν πολέμῳ, ἐπιληΐδας γὰρ ἔχοιεν τὰς πόλεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.
Greek Monotonic
ἐπιληΐς: -ΐδος, ἡ (λεία), αυτή που έχει ληφθεί ως λεία, που έχει κατακτηθεί ως λάφυρο, σε Ξεν.