ἐπιστρώννυμι
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
or ἐπιστρωννύω, v. ἐπιστορέννυμι.
German (Pape)
[Seite 986] (s. στρώννυμι), = ἐπιστορέννυμι, τῇ γῇ νιφετόν Luc. Philopatr. 24; κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Prom. 4; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
c. ἐπιστορέννυμι.
Étymologie: ἐπί, στρώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστρώννῡμι: (= ἐπιστορέννυμι) расстилать, раскидывать: ἐ. τῇ γῇ νιφετόν Luc. устлать землю снегом.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρώννυμι: ἢ -ύω, ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπιστορέννυμι.
Greek Monolingual
και επιστρωννύω
βλ. επιστρώνω.
Greek Monotonic
ἐπιστρώννυμι: ή -ύω, βλ. ἐπιστορέννυμι.