ὑποφλέγω
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
heat from below, λαμπάδι ὕδωρ AP9.626 (Marian.).
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 allumer ou enflammer en dessous;
2 fig. brûler intérieurement;
II. intr. être brûlé intérieurement.
Étymologie: ὑπό, φλέγω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφλέγω: подогревать (λαμπάδι ὕδωρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφλέγω: θερμαίνω κάτωθεν, ὑποκάτω, ὕδωρ λαμπάδι Ἀνθ. Π. 9. 626· ― μεταφορ., ὑποφλέγεσθαι τὴν καρδίαν ἐπί τινι Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 502.
Greek Monolingual
Α φλέγω
1. θερμαίνω βάζοντας φωτιά αποκάτω
2. μέσ. ὑποφλέγομαι
μτφ. καίγομαι σιγά σιγά («ὑποφλέγεσθαι τὴν καρδίαν ἐπί τινι», Ρητ.).
Greek Monotonic
ὑποφλέγω: μέλ. -ξω, θερμαίνω από κάτω, σε Ανθ.
Middle Liddell
fut. ξω
to heat from below, Anth.
German (Pape)
von unten, mit untergelegtem Feuer entzünden, allmälig, ein wenig entzünden, ὑποφλέξας λαμπάδι ὕδωρ Marian. 4 (IX.626).