ἀποθειάζω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
=ἀποθεόω, Them.Or.20.239d.
Spanish (DGE)
I c. ac.
1 divinizar c. ac. de pers. αὐτόν Them.Or.20.239d.
2 mirar como cosa divina οἱ πάντες Ἑβραίων θεολόγοι ... τὴν τρίτην καὶ ἁγίαν δύναμιν, ἅγιον πνεῦμα προσειπόντες ἀποθειάζουσιν Eus.PE 7.15.10.
II nombrar encomiásticamente c. ac. pred. Εὐσέβιος ... ὃν οὗτος ἀποθεάζει μέγαν Philost.HE 1.9.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθειάζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ θειάζω, Θεμίστ. 239D.