render
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
give: P. and V. διδόναι, παρέχω, παρέχειν, νέμειν, V. πορσύνειν, πορεῖν (2nd aor. πόρειν), Ar. and V. ὀπάζειν.
give back: P. and V. ἀποδιδόναι.
interpret: P. and V. ἐξηγεῖσθαι.
render an account: P. εὔθυναν διδόναι, λόγον ἀποφέρω, λόγον ἀποφέρειν.
make: P. and V. ποιεῖν, καθιστάναι, παρέχω, παρέχειν (or mid.), P. παρασκευάζειν, ἀπεργάζεσθαι, Ar. and P. ἀποδεικνύναι, ἀποφαίνειν, Ar. and V. τιθέναι rare P.), V. κτίζειν, τεύχειν.
render oneself, become: P. and V. γίγνομαι, γίγνεσθαι, καθίστασθαι (pass.).