Διονυσιάς
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
English (LSJ)
άδος, ἡ, pecul. fem. of
A Διονυσιακός, θυμέλα Pratin.1.2; λοιβά E.HF894(lyr.); Πηγή Paus.4.36.5. 2 as Subst., Bacchante, Id.3.13.7. 3 a plaster, Orib.Fr.96, Philum. ap. Aët.16.38. 4 name of Naxos, Call.Aet.3.1.41. II = ἀνδρόσαιμον, Dsc.3.156; = κατανάγκη, Ps.-Dsc.4.131.
Greek (Liddell-Scott)
Διονῡσιάς: -άδος, ἡ, θηλυκὸν τοῦ Διονυσιακός, Πρατίν. 1. 3, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 891, κτλ. 2) ὡς οὐσιαστ., βάκχη, μαινάς, Παυσ. 4. 36, 5. ΙΙ. εἶδος φυτοῦ ὅπερ ἐκαλεῖτο κοινῶς ἀνδρόσαιμον, Διοσκ. 3. 173.