τηλέμαχος
From LSJ
English (LSJ)
τηλέμαχον,
A fighting from afar, Ἄρτεμις Luc.Lex.12.
II in Hom. pr. n., Τηλέμαχος, ὁ, son of Odysseus: Arc. Τηλίμαχος (influenced by the opposite ἀγχίμαχος, as conversely ἀγχέμαχος by τηλέμαχος) IG5(2).1.53 (Tegea, iv B.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat de loin, càd avec des armes de jet.
Étymologie: τῆλε, μάχομαι.
Mantoulidis Etymological
(=ὁ γιός τοῦ Ὀδυσσέα). Ἀπό τό τῆλε + μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τῆλε.