θηλυμανής
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
θηλυμανές,
A mad after women, AP5.18 (Rufin.); Πόθοι Id.9.16 (Mel.); of animals, ἵπποι θ. LXX Je.5.8.
II Act., maddening women, κροτάλων θ. ὄτοβοι Antim.Eleg.17:—hence θηλυμανία, ἡ, Sch.Opp.H.1.536, Cat.Cod.Astr. 2.177.
German (Pape)
[Seite 1207] ές, weibertoll, in Weiber rasend verliebt, πόθοι Mel. 54 (IX, 16), vgl. Ruf. 14 (V, 19); ὄτοβος κροτάλων Antimach. (IX, 321).
Russian (Dvoretsky)
θηλῠμᾰνής: сведенный с ума женщинами, страстно влюбленный в женщин (πόθοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θηλυμᾰνής: -ές, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 5. 19., 9. 16. ΙΙ. ἐνεργ., εἰς μανίαν ἄγων τὰς γυναῖκας, θ. ὄτοβοι κροτάλων αὐτόθι 321.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ θηλυμανής, -ές)
(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες
αρχ.
αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μανής (< ε-μάνην, παθ. αόρ. β' του μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής, θεομανής].