ὠφελία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
v. ὠφέλεια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
v. ὠφέλεια.
German (Pape)
ἡ, = ὠφέλεια; ion. ὠφελίη, Her. 5.98, 7.139 und sp.D., wie Alph. 2 (VI.187).
Russian (Dvoretsky)
ὠφελία: ион. ὠφελίη ἡ = ὠφέλεια.
Greek (Liddell-Scott)
ὠφελία: ἴδε ὠφέλεια.
Greek Monotonic
ὠφελία: Ιων. -ίη, βλ. ὠφέλεια.