Κάρβας
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
name in Cyrene for the wind Εὖρος, Arist.Vent.973b4 (ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ φοινίκην): Phoenician word, acc. to Thphr.Vent.62.
Greek Monolingual
Κάρβας, ὁ (Α)
ονομ. του ανατολικού ανέμου, του Εύρου, στην Κυρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, συγγενής πιθ. με τα καρβάν, κάρβανος.
Russian (Dvoretsky)
Κάρβας: ου ὁ карбас (киренское название восточного ветра) Arst.
German (Pape)
m. Ausländer,
1 Ostwind (Euros) in Kyrene, d.h. der von den Karbanen herwehende, Arist. vent. 973b, Bekk., Theophr. vent. 62, St.B. s. Καρπασία.
2 Bein. des Besis, Inscr. 3.4712b5, 4890.7.
ὁ, ein Ostwind, ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ Φοινίκην, Arist. vent. p. 946. S. Κάρβας.