θαρρύνω

From LSJ
Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρρύνω Medium diacritics: θαρρσύνω Low diacritics: θαρρύνω Capitals: ΘΑΡΡΥΝΩ
Transliteration A: tharrýnō Transliteration B: tharrynō Transliteration C: tharryno Beta Code: qarru/nw

English (LSJ)

[ῡ], θαρσύνω, causal of θαρσέω,
A encourage, embolden, θάρσυνον (aor. imper.) δέ οἱ ἦτορ Il.16.242; θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4.233; θαρσύνω μύθῳ 10.190; θαρσύνω λόγοις, opp. φοβεῖν, A.Pers.216 (troch.); ἔργῳ καὶ λόγῳ X.Cyr.6.3.27, cf.Hdt.2.141, Th.2.59, etc.
II intr. = θαρσέω, ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε S.El.916. —Cf. θρασύνω.

French (Bailly abrégé)

f. θαρρυνῶ, ao. ἐθάρρυνα, pf. inus.
1 tr. encourager, donner bon courage à, acc.;
2 intr. avoir bon courage.
Étymologie: θάρρος.

Greek Monolingual

(AM θαρρύνω, Α και αρχαιότ. τ. θαρσύνω)
δίνω θάρρος, εμψυχώνω
αρχ.
(αμτβ.) έχω θάρρος («ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θαρσύνω].

German (Pape)

s. unter θαρσύνω.