κιρρώδης
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
κιρρώδες, inclined to orange-tawny, Hippiatr.104.
Greek Monolingual
κιρρώδης, -ῶδες (Μ) κιρρός
αυτός που έχει το χρώμα του πορτοκαλιού.
German (Pape)
ες, = κιρροειδής, Sp.