λιχνώδης
From LSJ
English (LSJ)
λιχνώδες, = λίχνος, Ael.Fr.325 (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
λιχνώδης: -ες, = λίχνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρός.
Greek Monolingual
λιχνώδης, -ῶδες (AM) λίχνος
επιρρεπής στη λιχνεία, λαίμαργος, λίχνος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιχνῶδες
η λαιμαργία, η λιχνεία.
German (Pape)
ες, leckerhaft, Suid.