Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατασχάζω

From LSJ
Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχάζω Medium diacritics: κατασχάζω Low diacritics: κατασχάζω Capitals: ΚΑΤΑΣΧΑΖΩ
Transliteration A: katascházō Transliteration B: kataschazō Transliteration C: kataschazo Beta Code: katasxa/zw

English (LSJ)

slit, cut open, στελέχη Thphr. HP 2.7.6; συκῆ κατασχασθεῖσα Id.CP1.17.10, al.; κ. φλέβα open a vein, let blood, Gal. 19.139:—also κατασχάω, scarify, Hp.Int.22, Heliod. ap. Orib.46.29.2.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχάζω: μέλλ. -άσω, πρβλ. ἀποσχάζω, σχίζω ἢ ανοίγω κόπτων, συκῆ κατασχασθεῖσα Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 10· τὰ στελέχη ὁ αὐτ. 2. 76· οὕτω κατασχάω, ἐπιχαράττω διὰ νυστερίου, ἢν οἰδήσῃ, θαρσέως κατασχᾶν Ἱππ. 545. 16, κτλ.· κατασχῶσι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 219· ἐν τῇ ἰατρικῇ, κατ. φλέβα ἢ κατ. μόνον, ἀνοίγω φλέβα καὶ ἀφίνω νὰ ῥεύσῃ τὸ αἶμα, φλεβοτομῶ, Μοσχ., Γαλην.· οἱ Ἀττικοὶ κατανύττειν·- Ἡσύχ. «κατασχάσαι· ἀμυχὰς ποιῆσαι»· ὁμοίως καὶ ὁ Πολυδ. «ἀμύσσειν δ’ οἱ κατασχάζειν λέγουσι» Δ΄, 182.

Greek Monolingual

κατασχάζω)
σχίζω με μαχαίρι, ανοίγω κόβοντας, κάνω εντομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σχάζω «εντέμνω»].

German (Pape)

aufritzen, Theophr.; bes. eine Ader öffnen, Medic. Vgl. κατανύττω.