κρεοδόχος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
κρεοδόχον, = κρειοδόκος, Sch.Il.9.206, Hsch.s.v. κρήϊον, EM536.57 (κρεω-).
Greek (Liddell-Scott)
κρεοδόχος: -ον, = κρειοδόκος, Σχολ. Ἰλ. Ι. 206, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κρήϊον, Ἐτυμ. Μέγ. 536. 57· ἴδε κρεω-.
Greek Monolingual
κρεοδόχος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχος, ξενοδόχος].
German (Pape)
= κρειοδόκος; ἀγγεῖον Schol. Il. 9.206.