νοσοεργός

From LSJ
Revision as of 12:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσοεργός Medium diacritics: νοσοεργός Low diacritics: νοσοεργός Capitals: ΝΟΣΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: nosoergós Transliteration B: nosoergos Transliteration C: nosoergos Beta Code: nosoergo/s

English (LSJ)

νοσοεργόν, causing sickness, Poet.de herb.39.

Greek (Liddell-Scott)

νοσοεργός: -όν, (*ἔργω) ὁ προξενῶν νόσον, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 39.

Greek Monolingual

νοσοεργός, -όν (Α)
αυτός που προξενεί νόσο, νοσηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός, ξυλο-εργός].

German (Pape)

krankheit verursachend, Sp.