ὠτοθλαδίας

From LSJ
Revision as of 13:03, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτοθλᾰδίας Medium diacritics: ὠτοθλαδίας Low diacritics: ωτοθλαδίας Capitals: ΩΤΟΘΛΑΔΙΑΣ
Transliteration A: ōtothladías Transliteration B: ōtothladias Transliteration C: otothladias Beta Code: w)toqladi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, = ὠτοκάταξις, D.L.5.67.

German (Pape)

ὁ, = ὠτοκαταξίας, DL. 5.67.

Russian (Dvoretsky)

ὠτοθλᾰδίᾱς: ου ὁ θλάω кулачный боец со сплюснутыми (от получения ударов) ушами Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτοθλᾰδίας: -ου, ὁ, ὠτοκάταξις, Διογέν. Λαέρτ. 5. 67.

Greek Monolingual

και ὠτοκλαδίας, ὁ, Α
ὠτοκάταξις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + θλαδίας (< θλῶ «συντρίβω, τσακίζω»), ενώ ο τ. ὠτο-κλαδίας από το ρ. κλῶ «σπάω» (πρβλ. κλάδος)].