ἀπορραπίζω
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
A beat back, drive away, Apollod.Poliorc.141.1; reject, Mich.in EN 56.22, Eust.561.41:—Pass., Arist.Div. Somn.464a26. II τῆς γλώσσης ἄκρας ἀπορραπιζούσης τὸ πνεῦμα causing the breath to vibrate, in the pronunciation of r, D.H.Comp.14 (but v. ἀποροιπ-).
Spanish (DGE)
1 rechazar vehementemente Mich.in EN 56.22, τὴν τοῦ Φοίβου (ἐτυμολογίαν) Georgius grammaticus en Eust.561.41, en v. pas. αἱ οἰκεῖαι κινήσεις ... ἀπορραπίζονται Arist.Diu.Som.464a26, τὰ βάρη ... ἀπορραπίζεσθαι Apollod.Poliorc.207.9, cf. AB 421.
2 hacer vibrar de la punta de la lengua ἀ. τὸ πνεῦμα D.H.Comp.14.25.
German (Pape)
fortprügeln, fortstoßen, Dion.Hal. C.V. p. 168, Schaefer.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορρᾰπίζω: выталкивать, вытеснять Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρᾰπίζω: ἀπωθῶ, ἀποκρούω, συμβήσεται... τὰ βάρη... ἀπορραπίζεσθαι Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 15, 12, Εὐστ. 561. 41: - Παθ., Ἀριστ. Περὶ τ. καθ’ ὕπν. μαντ. 2. 9. ΙΙ. τῆς γλώσσης ἄκρας ἀπορραπιζούσης τὸ πνεῦμα, ἀναγκαζούσης τὴν πνοὴν νὰ πάλληται κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τοῦ ρ, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 14.
Greek Monolingual
ἀπορραπίζω (AM)
αποκρούω, παραμερίζω
μσν.
ανασκευάζω
αρχ.
κάνω να πάλλεται (η πνοή κατά την εκφώνηση του ρ).