ὑποσαρκίδιος

From LSJ
Revision as of 15:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσαρκίδιος Medium diacritics: ὑποσαρκίδιος Low diacritics: υποσαρκίδιος Capitals: ΥΠΟΣΑΡΚΙΔΙΟΣ
Transliteration A: hyposarkídios Transliteration B: hyposarkidios Transliteration C: yposarkidios Beta Code: u(posarki/dios

English (LSJ)

[ῐδ], ον, under the flesh or under the skin, Hp.Morb.1.3, v.l. in Acut.(SP.) 52, Dsc.3.45.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσαρκίδιος: [ῐ], -ον, ὁ ὑπὸ τὴν σάρκα, ὑπὸ τὸ δέρμα, Ἱππ. 405. 15., 447. 14.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα ή από την σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. περικνημ-ίδιος)].

German (Pape)

unter dem Fleische befindlich, Hippocr.