χάννος
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
German (Pape)
[Seite 1335] ὁ, s. χάνη.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χάνος Ν
ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία του θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Serranus cabrilla της οικογένειας serranidae, που μοιάζει στη μορφή και στις συνήθειες με τις πολύ συγγενικές του πέρκες, αλλά συγγενεύει και με τα μεγαλόσωμα είδη της οικογένειας, δηλαδή τον ροφό, τη σφυρίδα, τη στήρα και το λαβράκι
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) χαζός, χάχας
αρχ.
η χάννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. χάννη, κατά τα αρσ.].