στερεοκάρδιος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ον,
A hard-hearted, LXX Ez.2.4 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 936] hartherzig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στερεοκάρδιος: -ον, σκληροκάρδιος, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄ , 4, διάφορ. γραφ.).