θανατόεις
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
θανατόεσσα, θανατόεν, deadly, ἁμαρτήματα S. Ant.1262 (lyr.); μόρος E.IA1288 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1186] εσσα, εν, = θανάσιμος; ἁμαρτήματα Soph. Ant. 1248; πόρος, der Todespfad, Eur. I. A. 1273.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
c. θανάσιμος.
Étymologie: θάνατος.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτόεις: όεσσα, όεν, gen. εντος
1 смертельный, причиняющий смерть (ἁμαρτήματα Soph.);
2 смертный, роковой (μόρος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτόεις: εσσα, εν, θανάσιμος, ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1262· μόρος Εὐρ. Ι. Α. 1289.
Greek Monolingual
θανατόεις, -εσσα, -εν (Α)
ο θανάσιμος («θανατόεντα ἁμαρτήματα», Σοφ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα –όεις (πρβλ. βρυόεις, δρυόεις, ζακρυόεις)].
Greek Monotonic
θᾰνᾰτόεις: -εσσα, -εν, θανάσιμος, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
θᾰνᾰτόεις, εσσα, εν
deadly, Soph., Eur. [from θάνᾰτος]