οὗπερ
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
Adv., v. ὅς, ἥ, ὅ A b. 1.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. ὅς, ἥ, ὅ.
Russian (Dvoretsky)
οὗπερ: adv. [ὅς II]
1 (там) именно где: τέθνηκεν, οὗ. τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν Aesch. (Этеокл) умер там, где пристало умирать молодым;
2 (туда) именно куда: οὗ. τοὺς κακούργους (sc. ἐμβάλλουσιν) Thuc. (Павсания хотели сбросить в пропасть), куда сбрасывают преступников.
Greek (Liddell-Scott)
οὗπερ: Ἐπίρρ., ἴδε ὅς, ἥ, ὅ Α. β. 1.
Greek Monolingual
(I)
οὗπερ (Α)
(τοπ. επίρρ.) όπου, όπου ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὗ, γεν. της αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ + περ].
(II)
οὗπερ (Α)
(βοιωτ. τ.) πρόθ. βλ. υπέρ.
Greek Monotonic
οὗπερ: επίρρ. βλ. ὅς, ἥ, ὅ, Β. III.
Middle Liddell
v. ὅς, ἥ, ὅ B. III