λειφαιμέω
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
λείφαιμος, v. λιφ-; cf. λειπανδρία. λείφητρα· λείψανα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 27] u. λείφαιμος, s. λιφ.
Greek (Liddell-Scott)
λειφαιμέω: λείφαιμος, ἴδε ἐν λέξ. λιφ-· καὶ πρβλ. λειπανδρέω.