περιφράζω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
French (Bailly abrégé)
exprimer par circonlocution ou périphrase;
Moy. περιφράζομαι examiner sous toutes les faces ; méditer à, acc..
Étymologie: περί, φράζω.
Greek Monolingual
(I)
Α
1. διατυπώνω με περίφραση
2. σκέπτομαι, εξετάζω κάτι από κάθε πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. περι- + -φράζω «λέω, διηγούμαι»].
(II)
Ν
βλ. περιφράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-φράζω, meestal med. zorgvuldig overwegen.