διάπαυμα
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
ατος, τό, A cessation, rest, πόνων Pl.Lg.824a. 2 gap, IG14.352ii48 (Halaesa).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 pausa, rato de descanso c. gen. πόνων Pl.Lg.824a.
2 interrupción prob. de una canalización IGDS 196.2.48, 52, 56 (Halesa II a.C.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάπαυμα -ατος, τό [διαπαύω] pauze, onderbreking.
German (Pape)
τό, Zwischenruhe, -erholung, πόνων, Plat. Legg. VII.824a.
Russian (Dvoretsky)
διάπαυμα: ατος τό перерыв, роздых, остановка (πόνων Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
διάπαυμα: τό, παῦσις, ἀνάπαυσις, διακοπή, πόνων Πλάτ. Νόμ. 824Α.